παραλογίζεται

παραλογίζεται
παραλογίζομαι
pres ind mp 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μετοικίζω — (ΑΜ μετοικίζω) μεταφέρω ή οδηγώ κάποιον από έναν τόπο και τόν εγκαθιστώ σε άλλο αρχ. 1. μτφ. κάνω κάποιον να χάσει το μυαλό του, να παραλογίζεται 2. (το μέσ.) μετοικίζομαι α) φεύγω από τον τόπο διαμονής μου και εγκαθίσταμαι αλλού, μεταναστεύω β)… …   Dictionary of Greek

  • σωστός — ή, ό, ΝΑ νεοελλ. 1. άρτιος, χωρίς ατέλειες ή ελλείψεις (α. «σωστό είναι το ποσό» β. «σωστά τα μέλη αν έχει, γή όμορφος γή άσκημος», Ερωτόκρ.) 2. ακριβής, πλήρης («μια σωστή δουλειά δεν κάνει») 3. ορθός (α. «σωστό το συμπέρασμα» β. «δεν ακολούθησε …   Dictionary of Greek

  • σωστό — το 1. το δίκαιο, πράξη δίκαιη. 2. φρ., «το σωστό σωστό», η αλήθεια πρέπει να λέγεται· «δεν είναι με τα σωστά του», παραλογίζεται …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”